- εὐκατάσκεπτος
- εὐκατά-σκεπτος, ον,A convenient for inspection, Hp.Fract.30, Gal.2.700.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευκατάσκεπτος — εὐκατάσκεπτος, ον (Α) εύκολος προς παρατήρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα σκέπτομαι «παρατηρώ»] … Dictionary of Greek
εὐκατάσκεπτον — εὐκατάσκεπτος convenient for inspection masc/fem acc sg εὐκατάσκεπτος convenient for inspection neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)